κουρνιάζω — κουρνιάζω, κούρνιασα, κουρνιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουρνιάζω — κούρνιασα, κουρνιασμένος 1. για τα πουλερικά, κοιμάμαι στην κούρνια μου. 2. για τους ανθρώπους, διανυκτερεύω κάπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακούρνιαστος — και χτος και γος, η, ο [κουρνιάζω] (για πτηνά) αυτός που δεν κούρνιασε για να κοιμηθεί … Dictionary of Greek
επαυλίζομαι — ἐπαυλίζομαι (AM) ζω κοντά σε κάποιον («πραέων τοῑς τόποις ἐπαυλίζῃ», Μηναία) αρχ. 1. αυλίζομαι, στρατοπεδεύω («ἐπηυλίσθησαν ἐγγὺς τῶν νεῶν», Δίων Κάσσ.) 2. καταλύω κάπου, περνώ τη νύχτα 3. (για πουλιά) κουρνιάζω, κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek
ευνάζω — εὐνάζω (Α) [ευνή] 1. τοποθετώ κάποιον σε ένα μέρος για ενέδρα («ἔνθα σ ἐγών... εὐνάσω ἑξείης», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω 3. (για ζώα) βάζω το νεογνό στη φωλιά 4. μτφ. (για θάνατο) καταρρίπτω,… … Dictionary of Greek
κουκουβίζω — και κουκουβιάζω 1. (για πτηνά) κουρνιάζω («σαν περιστέρες... κι εκεί που παν να φυλαχτού τρέμουν και κουκουβίσου», Ερωτόκρ.) 2. (για πρόσ.) κάθομαι οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από την κραυγή τών πτηνών ή < κουκούβα < λατ. cucuba… … Dictionary of Greek
κουμιάζω — (Μ κουμιάζω) [κούμος] 1. βάζω τις κότες στο κοτέτσι 2. (για όρνιθα) (αμτβ.) κουρνιάζω μσν. 1. εγκλείω, φυλακίζω κάποιον 2. μαντρώνω τα ζώα … Dictionary of Greek
κούρνιασμα — το [κουρνιάζω] η νυχτερινή ανάπαυση τών πτηνών πάνω στην κούρνια ή πάνω σε κλαδιά δένδρων … Dictionary of Greek
ξεκουρνιάζω — 1. (για πτηνά) φεύγω από την κούρνια μου, από τη φωλιά μου 2. μτφ. απομακρύνομαι («κι η τέτοια υποψία ξεκούρνιασεν απ το νου του μονάχα, όταν τ αργόδρομα γλυκοχαράματα εβάλθηκαν να διώξουν τους ήσκιους», Ζερβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek