κουρνιάζω

κουρνιάζω
1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα
2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο
3. κοιμάμαι νωρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό τού ρ. πλαγιάζω. Κατ' άλλους, το ρ. παράγεται από τον τ. κουρούνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουρνιάζω — κουρνιάζω, κούρνιασα, κουρνιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουρνιάζω — κούρνιασα, κουρνιασμένος 1. για τα πουλερικά, κοιμάμαι στην κούρνια μου. 2. για τους ανθρώπους, διανυκτερεύω κάπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακούρνιαστος — και χτος και γος, η, ο [κουρνιάζω] (για πτηνά) αυτός που δεν κούρνιασε για να κοιμηθεί …   Dictionary of Greek

  • επαυλίζομαι — ἐπαυλίζομαι (AM) ζω κοντά σε κάποιον («πραέων τοῑς τόποις ἐπαυλίζῃ», Μηναία) αρχ. 1. αυλίζομαι, στρατοπεδεύω («ἐπηυλίσθησαν ἐγγὺς τῶν νεῶν», Δίων Κάσσ.) 2. καταλύω κάπου, περνώ τη νύχτα 3. (για πουλιά) κουρνιάζω, κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …   Dictionary of Greek

  • ευνάζω — εὐνάζω (Α) [ευνή] 1. τοποθετώ κάποιον σε ένα μέρος για ενέδρα («ἔνθα σ ἐγών... εὐνάσω ἑξείης», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω 3. (για ζώα) βάζω το νεογνό στη φωλιά 4. μτφ. (για θάνατο) καταρρίπτω,… …   Dictionary of Greek

  • κουκουβίζω — και κουκουβιάζω 1. (για πτηνά) κουρνιάζω («σαν περιστέρες... κι εκεί που παν να φυλαχτού τρέμουν και κουκουβίσου», Ερωτόκρ.) 2. (για πρόσ.) κάθομαι οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από την κραυγή τών πτηνών ή < κουκούβα < λατ. cucuba… …   Dictionary of Greek

  • κουμιάζω — (Μ κουμιάζω) [κούμος] 1. βάζω τις κότες στο κοτέτσι 2. (για όρνιθα) (αμτβ.) κουρνιάζω μσν. 1. εγκλείω, φυλακίζω κάποιον 2. μαντρώνω τα ζώα …   Dictionary of Greek

  • κούρνιασμα — το [κουρνιάζω] η νυχτερινή ανάπαυση τών πτηνών πάνω στην κούρνια ή πάνω σε κλαδιά δένδρων …   Dictionary of Greek

  • ξεκουρνιάζω — 1. (για πτηνά) φεύγω από την κούρνια μου, από τη φωλιά μου 2. μτφ. απομακρύνομαι («κι η τέτοια υποψία ξεκούρνιασεν απ το νου του μονάχα, όταν τ αργόδρομα γλυκοχαράματα εβάλθηκαν να διώξουν τους ήσκιους», Ζερβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”